- διαγραφεύς
- διαγραφεύςone who makes amasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαγραφεύς — διαγραφεύς, ο (Α) 1. αυτός που περιγράφει 2. αυτός που κάνει διάγραμμα και, ιδιαίτερα στην Αθήνα, αυτός που καταστρώνει οικονομικό διάγραμμα ή διάγραμμα τών φόρων … Dictionary of Greek
διαγραφῆς — διαγραφεύς one who makes a masc nom pl διαγραφεύς one who makes a masc nom/voc pl διαγραφή delineation fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγραφῇ — διαγράφω mark out by lines aor subj pass 3rd sg διαγραφῆι , διαγραφεύς one who makes a masc dat sg (epic ionic) διαγραφή delineation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)